Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που οδηγούν κάποιον να επιλέξει να ξεκινήσει ατομική θεραπεία, απευθυνόμενος σε έναν ειδικό. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει κάποιο επείγον πρόβλημα ή μπορεί να στοχεύει στην προσωπική του εξέλιξη και αυτογνωσία, στην προσπάθεια του να βελτιωθεί ως άνθρωπος. Σε κάθε περίπτωση ο κάθε ένας που ξεκινάει θεραπεία πρέπει να επιλέξει τον ψυχοθεραπευτή που του ταιριάζει και με τον οποίο αισθάνεται ο ίδιος καλά.
Όταν ένα άτομο ξεκινάει την θεραπεία, ο ψυχοθεραπευτής μαζί με τον θεραπευόμενο πρέπει να ορίσουν τον στόχο της θεραπείας.
Σίγουρα στον προσδιορισμό του στόχου της θεραπείας επιδράει ως ένα βαθμό η θεωρητική κατευθυνση και το μοντέλο που υιοθετεί ο ψυχοθεραπευτής (Ψυχαναλυτικό, Συστημικό, Γνωσιακό, Συμπεριφορικό).
Ωστόσο εδώ σημαντικό ρόλο παίζουν οι στόχοι και οι προσδοκίες του πελάτη. Ένας πελάτης μπορεί να επιθυμεί απλά να ξεπεράσει μία κρίση και να απαλλαχθεί από τα συμπτώματά του. Κάποιος άλλος μπορεί να αναζητά απαντήσεις για υπαρξιακές αμφιβολίες που τον μαστίζουν για κάποιο χρονικό διάστημα. Ενώ ένας άλλος μπορεί να έχει την αίσθηση ότι το σύμπτωμα είναι «απλά η κορυφή του παγόβουνου» για κάτι που δεν πάει καλά, αλλά του οποίου η φύση παραμένει άγνωστη σε αυτόν. Ή μπορεί αυτή η αίσθηση να εμφανίζεται όταν, αφού εχει εξαφανισθεί το αναφερόμενο πρόβλημα, παραμένει μια κατάσταση άγχους ή ανασφάλειας. Μια άλλη πιθανότητα είναι ο πελάτης να επιθυμεί να αλλάξει μια σχεσιακή κατάσταση στην οικογένεια ή στην δουλιά, αναζητώντας στην θεραπεία υποδείξεις για το τι μπορεί να κάνει ώστε να αλλάξει άλλους ανθρώπους. Ακόμα μπορεί ο πελάτης να ζητάει θεραπεία, όχι κατά πως φαίνεται για τον ίδιο, αλλά ουσιαστικά για να κατευνάσει τους φόβους καποιου μέλους της οικογένειας το οποίο ανησυχεί για την κατάσταση του πελάτη. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο ψυχοθεραπευτής να δίνει μεγάλη προσοχή και να αξιολογεί προσεχτικά τους στόχους του πελάτη, καθώς και τις αλλάγες σε αυτούς τους στόχους κατά την πορεία της θεραπείας.
Ο θεραπευτής από εκεί και πέρα πρέπει να δουλέψει μαζί με τον πελάτη. Από κοινού πρέπει να εξερευνήσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο πελάτης ζει και μέσα στο οποίο εμφανίστηκαν τα προβλήματα. Ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθούν συγκεκριμένες διαστάσεις της ζωής του πελάτη α) οι σχέσεις στην οικογένεια, στην δουλιά ή οι σχέσεις με τους συνομιλήκους β) η φάση ζωής στην οποία εμφανίστηκαν τα προβλήματα γ) οι καταστάσεις στις οποίες εμφανίστηκαν. Πρέπει να γίνει κατανοητό το σύστημα που έχει οργανωθεί γύρω από το αναφερόμενο πρόβλημα. Ξεχωριστή σημασία έχουν οι σχέσεις στην οικογένεια και εδώ δεν εννούμε μόνο τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας αλλά τις σχέσεις που υπάρχουν στην πιο εκτεταμένη οικογένεια. Επίσης πρέπει να δίνεται προσοχή στον «εσωτερικό διάλογο» του πελάτη, στις αρχές του, τις προκαταλήψεις του, τα συναισθήματά του, τις σκέψεις του και τις ερμηνείες του για διάφορα γεγονότα, την σχέση ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό του κόσμο.
Ανεξάρτητα από το μοντέλο του κάθε ψυχοθεραπευτή σημαντική, ουσιαστική πτυχή της θεραπείας είναι η ενσυναίσθηση.
Σύμφωνα με τον Μακάροφ η ενσυναίσθηση μπορεί να ορισθεί ως εξής :
- Να παίρνει κανείς τον ρόλο του άλλου, να βλέπει τον κόσμο όπως τον βλέπει και εκείνος και να βιώνει τα συναισθήματά του.
- Να είναι κανείς έμπειρος στην ανάγνωση της μη λεκτικής επικοινωνίας και να ερμηνεύει το συναίσθημα που κρύβεται κάτω από αυτήν.
- Να δίνει κανείς την αίσθηση της φροντίδας, ή να προσπαθεί ειλικρινά να κατανοήσει με ένα βοηθητικό και μη επικριτικό τρόπο.
Μια ενδιαφέρουσα αντίληψη της ενσυναίσθησης παρουσιάζεται από την ψυχοθεραπεύτρια Αρλίν Άντερσον. Αναφέρει :«Όταν εργάζομαι με ανθρώπους αισθάνομαι συνδεδεμένη με αυτούς. Τους συμπαθώ. Το απολαμβάνω…Μιλώ συχνά για αυτό σαν μια σχέση – αυτή που περιλαμβάνει σύνδεση, συνεργασία, (συν) κατασκευή… Δεν αντιλαμβάνομαι την ενσυναίσθηση σαν μια εσωτερική εμπειρία του θεραπευτή. Αντιλαμβάνομαι την ενσυναίσθηση σαν να υπάρχει στην σχέση. Σκέφτομαι ότι αν σέβεστε το άλλο πρόσωπο, το ακούτε με προσοχή, προσπαθείτε να βγάλετε νόημα από αυτό για το οποίο μιλά ο άλλος- τότε είστε σε μια ενσυναισθηματική αλληλεπίδραση»
Σημαντικό επίσης είναι ο θεραπευτής να απο-παθολογικοποιήσει την γλώσσα που χρησιμοποιεί, αποφεύγοντας την χρήση όσο γίνεται κλινικών λέξεων, προκειμένου να ελευθερώσει τον πελάτη από τον ρόλο του «εκκεντρικού» ή του «αποκλίνοντος», διευκολύνοντας την ανάδυση περιγραφών και ιστοριών που θα μπορούσαν να ανοίξουν «φυσιολογικές» πορείες ανάπτυξης. Η ενσυναίσθηση, η θετική ματιά και η απο-παθολογικοποίηση της γλώσσας είναι σημαντικοί παράμετροι μιας γενικότερης τοποθέτησης αποδοχής του πελάτη, του κόσμου του, των προβλημάτων του, καθώς και των μελλοντικών δυνατοτήτων του. Τα παραπάνω, χωρίς να σημαίνει ότι αρκούν για τη επιτυχημένη έκβαση της ψυχοθεραπείας μπορούν να έχουν από μόνα τους θεραπευτικά αποτελέσματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ανάμεσα στις κύριες πηγές άγχους, ανασφάλειας, και τις εκφράσεις τους μέσω συμπτωμάτων, είναι αυτές που έχουν τις ρίζες τους σε παρελθούσες και παρούσες σχέσεις, κατά τις οποίες η έκφραση της απαξίωσης, της μη επιβεβαίωσης, της απόρριψης από τους σημαντικούς αλλους έχουν οδηγήσει σε μερική ή συνολική απονομιμοποίηση του ατόμου.