Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ

 Η εργασία μας έχει θέμα την κατάθλιψη ως ψυχοπαθολογική διαταραχή όταν αυτή εμφανίζεται στα παιδιά και στους εφήβους. Αρχικά θα διευκρινήσουμε τον ορισμό της κατάθλιψης και ύστερα θα προσπαθησουμε να δείξουμε κατά πόσο η συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία απαντάται στην περίοδο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Κατόπιν θα αναφερθούμε σε κάποιες βασικές θεωρίες για την κατάθλιψη όπως την ψυχαναλυτική, την θεωρία του “ασφαλούς δεσμού”, την συστημική και την συμπεριφοριστική. ΄Ύστερα θα αναφερθούμε στην σημασία που έχει η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των εφήβων με κατάθλιψη και θα αναφέρουμε κάποια βασικά μοντέλα ψυχοθεραπείας που υπάρχουν. Θα σταθούμε πιο αναλυτικά στο μοντέλο οικογενειακής θεραπείας παιδιών και εφήβων με κατάθλιψη το οποίο σήμερα συνδιάζεται όλο και περισσότερο με τις αρχές της θεωρίας του “ασφαλούς δεσμού”. Στο τέλος θα παρουσιάσουμε σύντομα τα συμπεράσματα της μελέτης μας.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

 

  Η λέξη “κατάθλιψη” πολλές φορές χρησιμοποιείται για ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών καταστάσεων που μπορεί να είναι είτε φυσιολογικές είτε παθολογικές. Η κατάθλιψη μπορεί να αποτελεί μια φυσιολογική διάθεση ή συναίσθημα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση μιας σημαντικής απώλειας ή θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου ή ένα σύμπτωμα στην περίπτωση που η κατάθλιψη είναι μια μορφή αντίδρασης στο στρες ή μια δευτερογενής αντίδραση ενός ασθενούς με οργανικά η ψυχιατρικά προβλήματα. Μπορεί να είναι μια ψυχοπαθολογική διαταραχή ή σύνδρομο όπως η Μείζων Καταθλιπτική διαταραχή, η Δυσθυμική Διαταραχή ή οι Διπολικές Διαταραχές που μεταξύ άλλων κατατάσσονται σύμφωνα με το DSM IV στις διαταραχές της διάθεσης. (Κλεφτάρας ,1998). Με τον όρο Διαταραχές της Διάθεσης ή παλιότερα “συναισθηματικές διαταραχές” αναφερόμαστε σε ένα αριθμό κλινικών καταστάσεων όπου το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η «διαταραχή της διάθεσης» που συνοδεύεται από γνωστικές, ψυχοκινητικές, ψυχοφυσιολογικές και διαπροσωπικές δυσκολίες. (Κλεφτάρας ,1998).

 Παρά το γεγονός ότι η κατάθλιψη είναι συχνό φαινόμενο ο ορισμός της δεν είναι εύκολος. Ακόμα και οι ειδικοί δεν συμφωνούν σχετικά με την φύση της ούτε και έχουν καταλήξει για το αν πρόκειται για ένα βιολογικό ή ψυχολογικό φαινόμενο. (Κλεφτάρας ,1998). Η κατάθλιψη θα μπορούσε να οριστεί ως μια κατάσταση παθολογικής θλίψης που συνοδεύεται από σημαντική μείωση του αισθήματος προσωπικής αξίας και από την επώδυνη συνείδηση της επιβράδυνσης των νοητικών, ψυχοκινητικών και οργανικών διαδικασιών. Η κατάθλιψη ορίζεται κατά κύριο λόγο από τις ψυχολογικές, συμπεριφορικές, γνωστικές και βιολογικές εκδηλώσεις της.(Κλεφτάρας ,1998).

Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ

  Όσον αφορά την κατάθλιψη σε εφηβούς από πολλούς ερευνητές έχει διαπιστωθεί ότι αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και πιο παρατεταμένα προβλήματα που αφορούν την δημόσια ψυχική υγεία (Weisz, McCarty & Valeri, 2006). Το National Institute of Mental Health αναφέρει ότι το 11,2% των εφήβων (ηλικίας 13-17 ετών) είχε εμπειρία καταθλιπτικής διαταραχής κάποια στιγμή της ζωής του. (Stark, Banneyer, Wang & Arora, 2012). Μάλιστα θεωρείται ότι συνδέεται πολλές φορές και με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως είναι η χρήση ναρκωτικών και οι αυτοκτονίες. (Weisz, McCarty & Valeri, 2006). Η κατάθλιψη στην εφηβεία έχει συνδεθεί από ερευνητές με την κατάθλιψη στην ενήλικη ζωή και με σοβαρά ελλείματα στον εργασιακό, οικογενειακό και κοινωνικό τομέα. (Weisz, McCarty & Valeri, 2006).

ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

  Σύμφωνα με τις ψυχοδυναμικές θεωρίες  στο επίκεντρο της καταθλιπτικής διαταραχής βρίσκεται η πραγματική ή φανταστική απώλεια ενός σημαντικού ή αγαπημένου αντικειμένου λόγω θανάτου, χωρισμού ή απόρριψης ή συμβολικά μέσα απο την απώλεια κάποιου συγκεκριμένου ή και σχετικά αφηρημένου ιδεώδους ή ιδανικού. Σε γενικές γραμμές  αυτά τα “αντικείμενα” είναι άτομα που υπήρξαν σημαντικά στα αρχικά στάδια της ζωής ενός ατόμου, συνήθως πρόκειται για τους γονείς ή την μητέρα. Η απώλεια αυτή στην πρώτη παιδική ηλικία λειτουργεί ως “προδιάθεση”, ως παράγοντας που κάνει το άτομο ευάλλωτο.

   Όπως αναφέρει ο Κλεφτάρας (1998) ο Abraham θεωρεί ότι τα άτομα που είναι ευάλλωτα στην κατάθλιψη βιώνουν με έντονη αμφιθυμία την σχέση τους με τους σημαντικούς άλλους. Μια έντονη εναλλαγή θετικών και αρνητικών συναισθημάτων που μπλοκάρει στην σχέση με τους άλλους. Αυτή  η αμφιθυμία πηγάζει από τις προβληματικές σχέσεις αντικειμένου κατά την παιδική ηλικία. Όταν αργότερα βιωθούν απογοητεύσεις, τα παλιότερα συναισθήματα έρχονται στην επιφάνεια οδηγώντας σε επεισόδεια μελαγχολίας. Τα εχθρικά συναισθήματα (“τους αντιπαθώ”) προς τους άλλους στην συνέχεια προβάλλονται στους άλλους (“με αντιπαθούν”) και τελικά εσωτερικεύονται και προσανατολίζονται προς τον ίδιο τον εαυτό. Έτσι πολλές φορές το καταθλιπτικό άτομο δικαιολογεί αυτήν την αρνητική στάση του απέναντι στον εαυτό του μεγαλοποιώντας κάποιο σφάλμα ή ατέλεια του.

   Ο Freud (2005) επηρρεασμένος από τον Abraham συνέκρινε το πένθος με την μελαγχολία. Έτσι υποστήριξε ότι το πένθος είναι κατά κανόνα η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός αφηρημένου υποκατάστατου, λόγου χάρη της πατρίδας, της ελευθερίας, ενός ιδανικού. Υπό ανάλογες συνθήκες μπορεί  να εμφανιστεί σε κάποια άτομα μελαγχολία. (Freud, 2005). Η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από βαθιά ψυχική οδύνη, αδιαφορία για τον έξω κόσμο, απώλεια της ικανότητας για αγάπη, αναστολή εκτέλεσης οποιουδήποτε έργου, μείωση της αυτοεκτίμησης εκδηλούμενη με αυτομομφές που φτάνουν μέχρι την παραληρητική προσδοκία τιμωρίας. (Freud, 2005). Στο πένθος απουσιάζει μόνο η διαταραχή της διάθεσης της αυτοεκτίμησης, ενώ τα άλλα είναι ίδια. (Freud, 2005). Στην μελαγχολία έχουμε μια εξαιρετικά μεγάλη υποβίβαση του Εγώ. Στο πένθος ο κόσμος έχει γίνει φτωχός και κενός περιεχομένου, στην μελαγχολία έχει φτωχύνει και αδειάσει το Εγώ. Ο ασθενής περιγράφει το εαυτό του ως ανάξιο, ανίκανο και ηθικά απορριπτέο, κατηγορεί και εξυβρίζει τον εαυτό του περιμένοντας την απόπομπη και την τιμωρία. Αυτοταπεινώνεται μπροστά σε κάθε άλλον και λυπαται για κάθε δικό του άνθρωπο που συνδέεται με ένα τόσο ανάξιο πρόσωπο. (Freud, 2005). Στην πραγματικότητα αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τις αυτομομφές τους καταθλιπτικού θα δούμε ότι αυτές ταιριάζουν στον ίδιο αλλά ελαφρά τροποποιημένες ταιριάζουν και σε ένα άλλο πρόσωπο το οποίο ο ασθενής αγάπησε, αγαπά ή έπρεπε να αγαπά. Έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις αυτοκατηγορίες του ασθενούς ως κατηγορίες εναντίον ενός αντικειμένου αγάπης που έχουν μετακυλισθεί στον ασθενή.  (Freud, 2005). Η προδιαθεση για τέτοιου είδους αντιδράσεις στις απώλειες, έχει κατά τον Φρόυντ τις ρίζες της στις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας όπου το παιδί βίωσε την απώλεια της μητέρας ή της αγάπης της μητέρας.

   Μια άλλη πολύ σημαντική ψυχαναλύτρια η Melanie Klein υποστήριξε ότι η προδιάθεση για κατάθλιψη προέρχεται από την ποιότητα της σχέσης μητέρας παιδιού κατά το πρώτο έτος της ζωής. Η Klein δίνει μεγάλη σημασία στην πρώιμη παιδική -βρεφική -ηλικία και περιγράφει την μετάβαση του βρέφους από αυτό που ονομάζει “παρανοείδη-σχιζοειδή θέση” σε αυτό που ονομάζει “καταθλιπτική θέση”. (Klein, 2009) Αν η σχέση με την μητέρα δεν ευνοεί την ανάπτυξη θετικών συναισθημάτων στο παιδί όπως ότι αυτό είναι καλό, αγαπητό και ασφαλές το παιδί δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει την αμφιθυμία που νιώθει για τα αντικείμενα της αγάπης και θα είναι επηρρεπές σε καταθλιπτικά επεισόδεια. (Segal, 1995)

  Σημαντική είναι επίσης όπως αναφέρει ο Ζερβής (2014) η συνεισφορά του Winnicott ο οποίος εισήγαγε την έννοια της “νεκρής μητέρας”. Η αναφορά αυτή γίνεται στο πλαίσιο μιας προοπτικής κατανόησης της επίπτωσης της ψυχικής της απουσίας στην οικοδόμηση του ψυχισμού του μικρού παιδιού. (Ζερβής, 2014) O Winnicott μιλάει για “νεκρή μητέρα” ή για “νεκρό κεντρικό εσωτερικό αντικείμενο” αναφερόμενος στην καταθλιπτική μητέρα της οποίας το κεντρικό εσωτερικό αντικείμενο είναι νεκρό εξαιτίας αυτού. Αν κάτι τέτοιο συμβεί σε μία πρώιμη ηλικιακά και καθοριστική για την ανάπτυξη του ψυχισμού φάση τότε αυτό μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες επάνω του. (Ζερβής, 2014) Επίσης ο Winnicott αναφέρεται σε “νεκρή μητέρα” όταν αυτή απουσιάσει για κάποιο λόγο, για ένα χρονικό διάστημα που ξεπερνάει κάποιο όριο, στην περίπτωση για παράδειγμα που γεννηθεί κάποιο άλλο παιδί ή που η μητέρα απουσιάσει για κάποιον άλλον λόγο. Η έλλειψη κατανόησης του παιδιού είναι αυτή που συμβάλλει στο βίωμα της νεκρής μητέρας. Σύμφωνα με τον Ζερβή (2014) ο Green κάνει λόγο για το “συνδρομο της νεκρής μητέρας” που το συνδέει με αυτό που ονομάζει “κατάθλιψη μεταβίβασης”. (Ζερβής, 2014)

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ JOHN BOWLBY

   Στα πλαίσια των παραπάνω ψυχοδυναμικά προσανατολισμένων εξηγήσεων της κατάθλιψης θεωρίων θα αναφερθούμε και στον John Bowlby ο οποίος είχε ψυχαναλυτική εκπαίδευση και ήταν επηρρεασμένος από την σχολή της Melanie Klein αλλά τελικά μέσα από τις μελέτες του πάνω στην ηθολογία ακολούθησε τον δικό του προσανατολισμό. (Bowlby,1995). Όπως αναφέρει η Θανοπούλου (2014) ο Bowlby ανέπτυξε την θεωρία του δεσμού ενσωματώνοντας ψυχαναλυτικές ιδέες, μελέτες από την ηθολογία, την θεωρία των συστημάτων, την κυβερνητική και την γνωστική ψυχολογία. (Θανοπούλου, 2014). Ο δεσμός ανάμεσα στο βρέφος και στον φροντιστή του έχει τέσσερα προσδιοριστικά γνωρίσματα : τη διατήρηση της εγγύτητας (την επιθυμία να βρεθείς σωματικά κοντά στη φιγούρα πρόσδεσης, ιδίως σε στιγμές στρες ή ανάγκης), τη δυσφορία του αποχωρισμού (ο ανεπιθύμητος αποχωρισμός από τη φιγούρα πρόσδεσης γεννά δυσφορία, διαμαρτυρία και απόπειρες να επιτευχθεί η επανασύνδεση), το ασφαλές λιμάνι (το πλησίασμα προς τον φροντιστή, όταν το παιδί διαισθάνεται κίνδυνο ή νιώθει άγχος) και την ασφαλή βάση (την εξερεύνηση του κόσμου με τη γνώση ότι η φιγούρα πρόσδεσης θα προστατέψει το παιδί από τον κίνδυνο). (Θανοπούλου, 2014).  Κατά την άποψη του Bowlby τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν μια γενετική προδιάθεση να επιθυμούν την πρόσβαση ή την εγγύτητα προς μια φιγούρα πρόσδεσης για λόγους επιβίωσης. (Θανοπούλου, 2014). Δημιουργούν ισχυρούς συναισθηματικούς συνδέσμους με τους άλλους ανθρώπους για να συντηρηθούν τόσο από άποψη φυσιολογίας όσο και από συναισθηματική άποψη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεωρία του δεσμού και η αντίστοιχη έρευνα παρέχουν ένα χρήσιμο ψυχοβιολογικό πλαίσιο για να κατανοήσουμε τόσο την προέλευση όσο και τα συμπτώματα του τραύματος, του πένθους και της απώλειας. (Θανοπούλου, 2014). Ο Bowlby ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την έννοια του δεσμού με τις έννοιες πένθος και τραύμα παρέχοντάς μας έναν τρόπο για να κατανοήσουμε τη συναισθηματική αντίδραση που εκδηλώνεται, όταν τέτοιοι δεσμοί απειλούνται ή διαρρηγνύονται. (Θανοπούλου, 2014).

Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 Αυξανόμενες έρευνες δείχνουν ότι οι διαπροσωπικοί παράγοντες και ιδιαίτερα οι οικογενειακές σχέσεις παίζουν ένα κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη και διατήρηση της παιδικής ψυχοπαθολογίας γενικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι α) η αποσύνδεση, ο αδύνατος δεσμός παιδιού-γονέα και η αίσθηση απόρριψης β) τα υψηλα επίπεδα κριτικής και εχθρότητας ανάμεσα στον γονέα και στο παιδί γ) η γονεική ψυχοπαθολογία και συγκεκριμένα η κατάθλιψη δ) η αναποτελεσματική ανατροφή των παιδιών. (Diamond & Siqueland,1995). Οι παραπάνω παράγοντες μπορούν να επιδράσουν στην ανάπτυξη της παιδικής και εφηβικής κατάθλιψης.

  Η κυβερνητική και η γενική θεωρία των συστημάτων αποτελεί το φιλοσοφικό θεμέλιο της οικογενειακής θεραπείας.(Schlippe & Schweitzer, 2008). Μια σειρά επιστήμονες όπως ο κυβερνητιστής Νόμπερτ Βίνερ, ο θεωρητικός των γενικών συστημάτων Bertalanffy και ο επιστημολόγος Gregory Bateson επηρρέασαν στις απαρχές με τις μελέτες τους το πεδίο της οικογενειακής θεραπείας. (Hoffman, 2012). Ο Gregory Bateson ήταν αυτός που εφάρμοσε το κυβερνητικό μοντέλο στην μελέτη των οικογενειών. Είδε τις οικογένειες σαν συστήματα που επιτρέπουν ένα συγκεκριμένο φάσμα συμπεριφορών σε επίπεδο συναισθηματικής έκφρασης, οργανωτικών κανόνων και διαπροσωπικών προσδοκιών. Αν κάποιο μέλος με την συμπεριφορά του απειλούσε την σταθερότητα του συστήματος τότε τα υπόλοιπα μέλη ξεκινούσαν μια σειρα διορθωτικές συμπεριφορές για να διατηρήσουν την σταθερότητα του συστήματος. Πρόκειται για το φαινόμενο που ονομάστηκε ομοιόσταση. (Hoffman, 2012). Ο Bertalanffy υποστήριξε ότι οι οικογένειες είναι πιο σύνθετες από τα κυβερνητικά συτήματα και για αυτό όταν αντιμετωπίζουν ένα στρεσσογόνο παράγοντα μπορεί τελικά να αλλάξουν τους οργανωτικούς τους κανόνες και να οδηγηθούν στην αλλαγή.(Hoffman, 2012).

  Οικογενειακοί θεραπευτές έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο “κύκλος του συμπτώματος” για να εξηγήσουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της οικογένειας και των συμπτωμάτων του ασθενή. (Diamond & Siqueland,1995). Συνήθως τα μέλη της οικογένειας δίνουν πολύ προσοχή στην κατάθλιψη του ασθενούς και χάνουν από την οπτική τους άλλα χαρακτηριστικά του παιδιού. Έτσι τα μέλη της οικογένειας αρχίζουν να βλέπουν ο ένας τον άλλο με όρους παθολογίας. Υπάρχουν διάφοροι τύποι στρεσσογόνων καταστάσεων που μπορούν να οδηγούν στην διαιώνιση της κατάθλιψης. Ένας έφηβος με μια ιστορία απόρριψης, εγκατάλειψης, φυσικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Ένας έφηβος που μπορεί να έχει τριγωνοποιηθεί μέσα στις συγκρούσεις του γονεικού ζευγαριού. Ένας έφηβος που να εχει μετατραπεί σε γονεικό παιδί, και έχει αναλάβει την συναισθηματική και φυσική φροντίδα κάποιου άρρωστου ψυχικά ή φυσικά μέλους της οικογένειας. Ένας έφηβος που υποφέρει από μία θλίψη που δεν μπορεί να εκφραστεί με πένθος μέσα στην οικογένεια. (Diamond & Siqueland,1995).  Σε απάντηση σε τέτοιους στρεσσογόνους παράγοντες ο έφηβος μπορεί να αναπτύξει τα συμπτώματα της κατάθλιψης και αυτό τον οδηγεί σε ενα φαύλο κύκλο αναπαραγωγής του συμπτώματος. (Diamond & Siqueland,1995). Συνήθως οι αρχικές προσπάθειες των γονέων να ενθαρύνουν τον έφηβο αποτυχαίνουν και έτσι αρχίζουν να του θυμώνουν να τον κριτικάρουν και να τον αντιμετωπίζουν εχθρικά. Η στάση αυτή των γονέων ματαιώνει την αναπτυσσόμενη αυτονομία του εφήβου και τον οδηγεί να χάσει την αυτοεκτίμηση του. Ο έφηβος επαναστατεί πιο πολύ και οι γονείς εξαγριώνονται ακόμα περισσότερο.(Diamond & Siqueland,1995).

Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

 Από το ρεύμα του συμπεριφορισμού η θεωρία με την μεγαλύτερη απήχηση είναι ίσως αυτή του Peter Lewinsohn. Αυτός ανέπτυξε μια θεωρία πραγματοποιώντας μια σειρά από έρευνες που επικεντρώνονται στον ρόλο του χαμηλού ποσοστού ενίσχυσης που δέχεται ένα άτομο για μια συγκεκριμένη του συμπεριφορά – αντίδραση. Το χαμηλό αυτό ποσοστό ενίσχυσης θεωρείται ως ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη (Κλεφτάρας, 1998). Το χαμηλό ποσοστό ενίσχυσης που ακολουθεί μια συμπεριφορά- αντίδραση του ατόμου σε σημαντικούς τομείς της ζωής του και το υψηλό ποσοστό απωθητικών εμπειριών, οδηγεί στην δυσφορία και στην μείωση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς οδηγώντας στην κατάθλιψη. Υπάρχουν τρεις παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλό επίπεδο ενίσχυσης. Α) Το έλλειμα στο ρεπερτόριο συμπεριφορών του ατόμου που εμποδίζουν τους ενισχυτές να φτάσουν στο άτομο ή μειώνουν την ικανότητα του ατόμου να τα βγάζει πέρα όταν ερχεται αντιμέτωπο με απωθητικές εμπειρίες. Β) Η έλλειψη κατάλληλων ενισχυτών στο περιβάλλον του ατόμου που μπορεί να οφείλεται σε αποδυνάμωση, απώλεια ή σε πλεόνασμα απωθητικών εμπειριών. Έτσι ένα άτομο που λόγω μακράς ανάρωσης περιορίζεται στο σπίτι μπορεί να βρίσκει λίγα ενισχυτικά. Γ) Η μείωση τέλος της ικανότητας του ατόμου να αντλεί ικανοποίηση και ευχαρίστηση από θετικές εμπειρίες ή ακόμη αυξημένη ευαισθησία στα αρνητικά γεγονότα.(Κλεφτάρας, 1998).

Η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

 Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιμετωπίζεται με αποτελεσματικό τρόπο η κατάθλιψη από την εφηβική ηλικία. Σύμφωνα με ερευνητές δεν αρκεί απλά η φαρμακευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης στην εφηβική ηλικία αλλά είναι απαραίτητη και πολύ σημαντική η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση. (Weisz, McCarty & Valeri, 2006). Σημαντικές επιστημονικές αντιπαραθέσεις έχουν γίνει γύρω από το κατά πόσο ενδεικνειται η ψυχοθεραπεία σε εφήβους με κατάθλιψη. Οι αντιπαραθέσεις έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότητα της, το χρονικό βάθος των αποτελεσμάτων της, την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένα στα κλινικά συμπτώματα της κατάθλιψης, στον τύπο της ψυχοθεραπείας που είναι πιο αποτελεσματικός κ.α. (Weisz, McCarty & Valeri, 2006).

  Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί πρόσφατα (Weitkamp, Daniels, Hofmann, Timmermann, Romer, & Wiegand-Grefe, 2014) έχουν δείξει ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική στο να ανακουφίσει και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής σε σημαντικό αριθμό παιδιών και εφήβων που πάσχουν από κατάθλιψη. (Weitkamp, Daniels, Hofmann, Timmermann, Romer, & Wiegand-Grefe, 2014). Σημειώνουν μάλιστα ως εύρημα το γεγονός ότι υπήρξε σημαντική σταθερότητα στην αλλαγή και στην βελτίωση της κατάστασης των εφήβων που έκαναν  ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. (Weitkamp, Daniels, Hofmann, Timmermann, Romer, & Wiegand-Grefe, 2014).

  Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική σε εφήβους με κατάθλιψη συγκριτικά με άλλες μορφές ψυχοθεραπείας όπως είναι η οικογενειακή συμπεριφορική θεραπεία και η μη – κατευθυντική υποστηρικτική θεραπεία.(Gaynor, Weersing, Kolko, Birmaher, Heo & Brent, 2003).

  Σύμφωνα με άλλους ερευνητές η γνωσιακή, η συμπεριφορική και η gestalt θεραπεία δεν εχει την δυνατότητα να σπάσει τον φαύλο κύκλο του συμπτώματος.(Diamond & Siqueland,1995).

  Η οικογενειακή θεραπεία έχει κερδίσει σημαντική αναγνώριση σαν θεραπευτική επιλογή όταν δουλεύουμε με παιδιά και εφήβους. (Diamond & Siqueland,1995). Ιδιαίτερα όσον αφορά στα παιδιά και στους εφήβους με κατάθλιψη έχει αναπτυχθεί ένα μοντέλο οικογενειακής θεραπείας από το “Κέντρο Καθοδήγησης Παιδιού της Φιλαδέλφειας”.  (Diamond & Siqueland,1995).

  Υπάρχουν πολλοί λόγοι που στηρίζουν την σημασία της οικογενειακής θεραπείας σε εφήβους και σε παιδιά με κατάθλιψη. Καταρχήν μελέτες σχετικές με την ανάπτυξη δείχνουν ότι η υγιής σχέση γονιού – παιδιού μπορεί να έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη του εφήβου. Βοηθάει στην αυτοεκτίμηση, στην σωστή ανάπτυξη του Εγώ, στην κοινωνική προσαρμογή του εφήβου. Ακόμα οι έρευνες δείχνουν ότι η υγιή ανάπτυξη του εφήβου σχετίζεται με την ικανότητα του γονέα και του παιδιού να διαπραγματευτούν τα θέματα της εγγύτητας-αυτονομίας κατά την διάρκεια της εφηβείας. (Diamond & Siqueland,1995).

 Πολλές έρευνες έχουν δείξει την αποτελεσματικότητα της οικογενειακής θεραπείας σε παιδιά και εφήβους με κατάθλιψη. (Diamond & Siqueland,1995). Υπογραμμίζουν επίσης μια σειρά από πλεονεκτήματα της οικογενειακής θεραπείας όπως είναι η σύντομη χρονική διάρκεια της θεραπείας γεγονός που βοηθάει στους εφήβους οι οποίοι συνήθως έχουν μικρό γενικό ενδοιαφέρον για την θεραπεία. Ακόμα η οικογενειακή θεραπεία απο-παθολογικοποιεί τον έφηβο καθώς βλέπει το σύμπτωμα όχι ως πρόβλημα του ατόμου αλλά ως αποτέλεσμα της όλης οικογενειακής δυσλειτουργίας. Έμπειρικές έρευνες δείχουν ότι η γονεική συμμετοχή στην θεραπεία μειώνει τις τριβές. Ακόμα οι οικογενειακοί θεραπευτές λόγω του μοντέλου τους μπορούν να παρέμβουν ταυτόχρονα και στο πεδίο της ενδεχόμενης γονεικής κατάθλιψης πέρα από την εφηβική. (Diamond & Siqueland,1995).

  Ένα σημαντικό μοντέλο οικογενειακής θεραπείας, και συγκεκριμένα της δομικής σχολής του Σαλβαντορ Μινουτσιν έχει αναπτυχθεί στο “Κέντρο Καθοδήγησης Παιδιού της Φιλαδέλφειας”. Το δομικό μοντέλο συνδυάζεται εκεί με ένα πολυδιάστατο μοντέλο οικογενειακής θεραπείας. Σκοπός της θεραπείας είναι να ανακουφίσει από τα συμπτώματα και να βελτιώσει την λειτουργικότητα, αλλάζοντας τις δυσπροσαρμοστικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας και μεταξύ των οικογενειών και του κοινωνικού περιβάλλοντος. (Diamond & Siqueland,1995). Ο οικογενειακός θεραπευτής δεν έχει τόσο ενδιαφέρον να ταυτοποιήσει την αιτία της κατάθλιψης αλλά περισσότερο προσπαθεί να αλλάξει τις αρνητικές διαπροσωπικές συμπεριφορές που σχετίζονται με την αντιδραστική κατάθλιψη.(Diamond & Siqueland,1995).

 Στην οικογενειακή θεραπεία η εμπειρία των διαφορετικών μοτίβων συμπεριφοράς που αναπτύσσονται μέσα στην συνεδρία δίνουν την δυνατότητα στα μέλη να γενικεύσουν κατόπιν αυτά τα μοτίβα και έξω από τις συνεδρίες στην πραγματική ζωή. Ο οικογενειακός θεραπευτής στηριζόμενος σε μια βιωματική αντίληψη για την αλλαγή προσπαθεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο του συμπτώματος. Ο θεραπευτής δεν προσπαθεί να ελέγξει ή να αλλάξει τα μέλη της οικογένειας αλλά να τους εμπλέξει σε μια νέα πιο εποικοδομητική εμπειρία του σχετίζεσθαι με τα άλλα μέλη της οικογένειας.(Diamond & Siqueland,1995).

Για να διακόψει ο θεραπευτής τον κύκλο του συμπτώματος να μειώσει την γονεική κριτική, την απομόνωση του εφήβου, να προωθήσει την κατανόηση εντός της οικογένειας πρέπει να έχει γνώση του ποια είναι η βοηθητική αναπτυξιακή εμπειρία. Η θεωρία και η έρευνα γυρω από τον “ασφαλή δεσμό” είναι όλο και περισότερο αξιοποιήσιμη από τους οικογενειακούς θεραπευτές. (Diamond & Siqueland,1995).

  Η θεωρία της συναισθηματικής πρόσδεσης του Βowlby συνδέεται με τη συστημική θεωρία λόγω της έμφασης στην αλληλεπιδραστική φύση των σχέσεων. Βλέπει τον φροντιζόμενο και τον φροντιστή ως ένα σύστημα σε αμοιβαία αλληλεπίδραση, που ρυθμίζεται από τη θετική και αρνητική ανάδραση. Ένα παράδειγμα είναι το παιδί που προσκολλάται ακόμη πιο στενά σε ένα γονιό που το κακοποιεί, επειδή η πηγή της επίθεσης είναι ταυτόχρονα το αντικείμενο, στο οποίο το παιδί είναι προγραμματισμένο να στρέφεται σε περίπτωση κινδύνου (Θανοπούλου, 2013) Έτσι η θεωρία του δεσμού προσφέρει στους οικογενειακούς θεραπευτές ένα βασικό περίγραμμα. Ο στόχος τους γίνεται η προσπάθεια να αναγεννήσουν τον ασφαλή οικογενειακό δεσμό για τους έφηβους με κατάθλιψη. (Diamond & Siqueland,1995). Η θεωρία του δεσμού αποκτάει έτσι μεγάλη κλινική χρησιμότητα. Στην περίπτωση των εφήβων υπογραμμίζει την ανάγκη να υπαρχει ισορροπία ανάμεσα στην αυτονομία και στο σχετίζεσθαι, στην σύνδεση με τους άλλους. Αν οι οικογένειες ενισχύσουν μονόπλευρα μόνο την μία πλευρα τότε οδηγούν στην αναστολή της ανάπτυξης του εφήβου. (Diamond & Siqueland,1995). Συχνά οι οικογένειες των καταθλιπτικών εφήβων χαρακτηρίζονται από έλλεψη φροντίδας, δοσίματος και συμπεριφορών δεσμού. Οι γονείς αυτοί έχουν σταματήσει να προσφέρουν αγάπη, φροντίδα καθοδήγηση και οι έφηβοι έχουν σταματήσει να αναζητάνε στους γονείς τα παραπάνω.(Diamond & Siqueland,1995). Ο θεραπευτής προσπαθεί να φέρει έτσι στην επιφάνεια γονεικές συμπεριφορές όπως ενσυναίσθηση, προστατευτικότητα, φροντίδα ενώ προσπαθεί να ξανα-εμπνέυσει στον έφηβο την εμπιστοσύνη και την χαμένη επιθυμία για γονεική αγάπη και υποστήριξη. (Diamond & Siqueland,1995). Οι σημερινοί οικογενειακοί θεραπευτές ακολουθούν μια πολυδιάστατη οπτική στις παρεμβάσεις που κάνουν. Μπορεί να οργανώνουν παρεμβάσεις στο άτομο, στην δυάδα, στην τριάδα, στην ευρύτερη οικογενεια ή στην κοινότητα. (Diamond & Siqueland,1995).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

  Η ανσκόπηση της βιβλιογραφίας έδειξε ότι η κατάθλιψη αποτελεί ένα κλινικό σύνδρομο που συναντάται ευρέως στην παιδική και εφηβική ηλικία. Οι διάφορες θεωρίες και τα επιστημονικά ρεύματα που έχουν αναπτυχθεί στην διάρκεια του αιώνα έχουν φωτίσει τους διάφορους παράγοντες που οδηγούν στην κατάθλιψη τους έφηβους και για την εξήγηση του φαινομένου απαιτείται η προσπάθεια συνθετικής κατανόησης των διάφορων θεωριών. Τέλος τα αποτελέσματα των ερευνών σχετικά με το πιο θεωρητικό μοντέλο θεραπείας είναι πιο αποτελεσματικό ή ενδεικνυται για την κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους είναι αντικρουόμενες. Το ψυχαναλυτικό, γνωσιακό-συμπεριφορικό και το μοντέλο οικογενειακής θεραπείας συγκροτούν διάφορες εναλλακτικές μορφές θεραπείας που μπορούν να ακολουθηθούν. Το μοντέλο στο οποίο σταθήκαμε περισσότερο είναι αυτό της οικογενειακής θεραπείας της Φιλαδέλφειας το οποίο αξιοποιεί τις αρχές του “ασφαλούς δεσμού”. Πρόκειται για ένα μοντέλο πολλά υποσχόμενο στο τομέα της θεραπείας εφήβων ή παιδιών με κατάθλιψη και αποτελεί μια χρήσιμη εναλλακτική για τους διάφορους κλινικούς θεραπευτές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :

  • Bowlby, J. (Επ.). (1995). Δημιουργία και διακοπή των συναισθηματικών δεσμών.(Π. Στρατή, Μετ.). Αθήνα : Καστανιώτης
  • Diamond, G., & Siqueland, L. (1995). Family therapy for the treatment of depressed adolescents. Psychotherapy: Theory, Research, Practice, Training, 32(1), 77-90.
  • Freud, S. (Επ.). (2005). Μεταψυχολογικά κείμενα του 1915. (Λ. Αναγνώστου, Μετ.). Αθήνα : Επίκουρος
  • Hoffman, L. (2012). Τα θεμέλια της οικογενειακής θεραπείας. Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για την αλλαγή στα ανθρώπινα συστήματα. (Ε. Σαμαρά & Κ. Γαμβρουλά, Μετ.). Θεσσαλονίκη : University Studio Press
  • Gaynor, S. T., Weersing, V. R., Kolko, D. J., Birmaher, B., Heo, J., & Brent, D. A. (2003). The prevalence and impact of large sudden improvements during adolescent therapy for depression: A comparison across cognitive-behavioral, family, and supportive therapy. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 71(2), 386-393.
  • Θανοπούλου, Κ. (2014). Περί απώλειας και πένθους. Υφαίνοντας νήματα νοημάτων μέσα από την διεργασία του θρήνου. Συστημική σκέψη και ψυχοθεραπεία-περιοδικό της Ελληνικής Εταιρίας Συστημικής Σκέψης και Ψυχοθεραπείας Οικογένειας τεύχος 4
  • Θανοπούλου, Κ. (2013). Ο δεσμός και το νόημα ως αντίδοτο στο τραύμα.Η συμβολή της θεωρίας της συναισθηματικής πρόσδεσης στην θεραπεία ενηλίκων που εχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες. Συστημική σκέψη και ψυχοθεραπεία-περιοδικό της Ελληνικής Εταιρίας Συστημικής Σκέψης και Ψυχοθεραπείας Οικογένειας, τεύχος 3.
  • Klein, M. (Επ.). (2009). Φθόνος και ευγνωμοσύνη. (Ε. Πανάγου, Μετ.). Αθήνα : Μεταίχμιο
  • Κλεφτάρας, Γ. (1998). Η κατάθλιψη σήμερα. Περιγραφή, διάγνωση, θεωρίες και ερευνητικά δεδομένα. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα
  • Segal, H. (Επ.). (1995). Μέλανι Κλάιν. (Θ. Χατζόπουλος, Μετ.). Αθήνα : Καστανιώτης
  • Schlippe, A.V. & Schweitzer, J. (2008).  Εγχειρίδιο της συστημικής θεραπείας και συμβουλευτικής.(Ε. Μοτάκη, Μετ.). Θεσσαλονίκη : University Studio Press
  • Stark, K. D., Banneyer, K. N., Wang, L. A., & Arora, P. (2012). Child and adolescent depression in the family. Couple and Family Psychology: Research and Practice, 1(3), 161-184.
  • Weisz, J. R., McCarty, C. A., & Valeri, S. M. (2006). Effects of psychotherapy for depression in children and adolescents: A meta-analysis. Psychological Bulletin, 132(1), 132-149.
  • Weitkamp, K., Daniels, J. K., Hofmann, H., Timmermann, H., Romer, G., & Wiegand-Grefe, S. (2014). Psychoanalytic psychotherapy for children and adolescents with severe depressive psychopathology: Preliminary results of an effectiveness trial. Psychotherapy, 51(1), 138-147.
  • Ζερβής, Χ. (2014). Η κατασκευή της “νεκρής μητέρας”. Οιδίπους- Εξαμηνιαίο περιοδικό ψυχανάλυσης, 11, 89-109

 

 

 


Comments are closed.