ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΦΗΒΕΙΑ

  Στον παρόν άρθρο μας θα εξετάσουμε, μέσω της βιβλιογραφικης ανασκοπησης που θα κάνουμε, την εμφάνιση των αγχώδων διαταραχών στην παιδικη και εφηβικη ηλικία και πιθανους τροπους αντιμετώπισης ή θεραπευτικης παρέμβασης. Τα ερωτήματα που επιχειρούμε να απαντήσουμε έχουν να κάνουν πρώτον με το ποιοι είναι οι παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση μιας αγχώδους διαταραχής σε έναν έφηβο ή και σε ένα μικρότερο παιδί και κατά δεύτερο ποιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να παρέμβουμε για να αντιμετωπίσουμε τον αντίδραση άγχους η οποια μπορει να παρει και την μορφή μια αγχώδους διαταραχής σύμφωνα με το DSM-V.

  Είναι φανερό ότι τα δύο ερωτήματα είναι αλληλένδετα γιατι προκειμένου οι ειδικοί να σχεδιάσουν μια θεραπευτικη παρέμβαση πρέπει να γνωρίζουν τους αιτιολογικούς παράγοντες του φαινομένου το οποίο θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Άρα η γνώμη μας είναι ότι η εξήγηση του άγχους που παίρνει την μορφή της ψυχοπαθολογίας και η θεραπευτικη παρέμβαση για την αντιμετώπιση του είναι δύο αλλληλένδετες διαδικασίες.

Για αυτό το λόγο ξεκινώντας θα δώσουμε κάποια γενικά στοιχεία για τις αγχώδες διαταραχές με πιθανή έναρξη στην εφηβεία ή στην παιδικη ηλικία. Κατόπιν θα εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο κάποια βασικα θεωρητικα ρευματα στην ψυχολογία εξηγούν το άγχος. Η εστίαση γίνεται στις διάφορες ψυχοδυναμικες απόψεις, οι οποίες έχουν συνεισφέρει και με το πιο πλουσιο υλικό στη εξήγηση των αγχώδων διαταραχών. Ωστόσο θα κάνουμε μία συντομη επισκόπηση και στην ανθρωπιστική σχολή του Ρότζερς καθώς και στην υπαρξιακή του Ρόλο Μέυ. Τέλος θα αναφέρουμε τις πιθανές ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν και στο τέλος θα αναφέρουμε τα συμπεράσματα της βιβλιογραφικής μας έρευνας.

 ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

 Στις αγχώδεις διαταραχές με πιθανή έναρξη στην εφηβεία ή στην παιδική ηλικία περιλαμβάνονται οι εδικές φοβίες, η διαταραχή αγχους αποχωρισμού, η γενικευμένης αγχώδης διαταραχή, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η κοινωνική φοβία, η διαταραχή πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία και οι διαταραχές στρες (οξεία διαταραχή στρες και διαταραχή μετατραυματικού στρες) καθώς και ο διαταραχές προκαλούμενες από ουσίες. (Wilmshurst, 2009).

Το άγχος και οι αγώδεις διαταραχές είναι συνήθεις διαταραχές που εμφανίζονται στην παιδική ηλικά και στην εφηβεία.

Ως υπόβαθρο των αγχώδων διαταραχών είναι το άγχος. Η αγχώδης αντίδραση περιγράφεται από ερευνητές ως  ένα προσανατολισμένο προς το μέλλον συναίσθημα που συνοδεύεται από μια αίθηση μη ελεγξιμότητας και μη προβλεψιμότητας σχεστικά με ένα δυνητικά αρνητικό γεγονος. Όπως περγράφεται η ανησυχία γίνεται τότε πρόβλεψη κάποιου τρομερού γεγονότος. Καθως τα συναισθηματα αδυναμίας ελεγχου και προβλεψιμότητας προκαλούν κλιμάκωση της ανησυχίας, η αγχώδης κατάσταση συνοδεύεται από αυξημένες βιοσωματικές αντιδράσεις. Για να περιοριστεί η δυσάρεστη κατάσταση της υπερδιέγερσης, τόσο συναισθηματικής όσο και σωματικής, που εμφανίζεται ως απόηχος των συναισθηματων κινδύνου, μια πολύ πιθανη αντιδραση είναι η αποφυγή καταστάσεων ή γεγονότων που πυροδοτούν την αγχώδη αντίδραση. (Wilmshurst, 2009).

Αν και οι αντιδράσεις άγχους και ανησυχίας αποτελούν ένα φυσιολογικό στοιχείο της ζωής και παρέχουν προστασία απέναντι σε μια πραγματική απειλή, οι αγχώδεις αντιδράσεις που είναι υπερβολικές και διάχυτες, μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση πλήθους αντιδράσεων αποφυγής, οι οποίες ενδέχεται να παρεμποδίσουν την πορεία της φυσιολογικής ανάπτυξης. Υπό τις συνθηκες αυτές οι συμπεριφορές αποφυγης μπορούν να γίνουν ακραίες οι δυσλειτουργικές καθώς το άγχος παιρνει την μορφή διαταραγμένης συμπεριφοράς. Τα ποσοστα επιπολασμού ποικίλουν ανάλογα με τον πληθυσμό και τύπο, ωστόσο τα ποσοστά ετησιου επιπολασμού για τις αγχωδεις διαταραχές εκτιμάται ότι ανέρχονται στο 13% του πληθυσμού. (Wilmshurst, 2009).

Σύμφωνα με άλλους ερευνητες, το άγχος, το παθολογικό δηλαδή το δυσάρεστο συναισθημα ενός αόριστου επικειμενου κινδύνου, ενώ αποτελει το πιο συχνό σύμπτωμα στην ψυχιατρικη των ενηλίκων συναταται πολύ λιγότερο στην παιδοψυχιατρική. Για αυτους αυτο οφείλεται στο ότι το παιδί αντικειμενοποιεί πολύ ευκολοτερα ένα τέτοιο του βιωμα και το εκδηλωνει σαν ένα συγκεκριμένο φόβο. (Ιεροδιακόνου, 1988)

Οι αγχώδεις διαταραχές οδηγούν σε πιθανές αντιδράσεις σε διάφορους τομείς :

α) Συμπεριφορικές αντιδράσεις (απόσυρση ή αποφυγη)

β) Γνωστικές αντιδράσεις (αρνητική αυτοαξιολόγηση ή ερμηνεια των γεγονότων ως απειλιτικών)

γ) Βιοσωματική διέγερση (ακούσιες αντιδράσεις, αυξημενος καρδιακός ρυθμός, τρόμος και μυική ένταση)

ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ 

α) Το νευρωσικό άγχος

 Μιλωντας γενικά για την ψυχοδυναμικη αντίληψη θα λέγαμε ότι ο μηχανισμός τη απώθησης συγκρατεί στο ασυνείδητο μια σύγκρουση που συμβαίνει ανάμεσα στις ενορμήσεις και το Υπέρεγώ. Όταν η απώθηση δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένη και μια ενόρμηση έρχεται επανελλημένα στην επιφάνεια για να ικανοποιηθεί, το Εγώ αισθάνεται τον κίνδυνο της επικράτησης της και παρουσιάζονται εκδηλώσεις αγχους. (Ιεροδιακόνου, 1988)

Κατά την ανάπτυξη του νευρωσικου αγχώδους παιδιου με περισσότερες από ότι συνήθως απαγορεύσεις, δημιουργείται ένα αυστηρο Υπερεγώ. Το Εγώ προσπαθεί να ακολουθησει τις επιταγες του Υεπρεγώ εφαρμόζοντας τον μηχανισμο της απώθησης. Αυτο όμως δεν γίνεται πάντα αποτελεσματικά εξαιτίας της αφιθυμικής στάσης του παιδιού απέναντι στα γονεικά πρότυπα που δεν γίνονται δεκτά σαν ιδειώδεις μορφές για ταύτιση. Το Εγώ του νευρωσικου παδιού βρίσκεται σε ένα δίλλημα να εφαρμόσει ή όχι τις επιταγες του Υπερεγώ. Έτσι δεν δίνονται άμεσες ή ευθειες λύσεις με αποτέλεσμα το άγχος. (Ιεροδιακόνου, 1988)

Η επισφαλής αυτή ισορροπία ανάμεσα στις ενορμήσεις και το Υπερεγώ διασαλέυεται ακόμα περισσότερο με ένα ψυχοπιεστικό εκλυτικό αίτιο και οδηγείται σε αδιέξοδο οπότε εκδηλώνεται μια αγχώδης κρίση στην οποία το Εγω φοβάται την ίδια την εξάλειψή του.

Το αδύναμο Εγώ των αγχώδων παιδιών που βασίζεται σε αμφιθυμικες εξαρτησεις αισθανεται περισσότερη ανασφάλεια μετα απο καθε απογοητευση ή εγκατάλειψη, για αυτό και στα νευρωσικα παιδια το άγχος αποχωρισμού είναι συχνοτερο σε σχέση με τους ενηλικες.(Ιεροδιακόνου, 1988)

Ο μηχανισμός αμυνας που χρησιμοποιείται στην αγχώδη νευρωση είναι κυριως η απώθηση. Το Εγώ του αγχώδους παιδιου δεν καταφευγει σε συμβιβαστικες, παθολογικες λύσεις μεσα από άλλους μηχανισμους, αλλα προσπαθει διαρκώς και ευθεως να κρατάει απωθημενη στο ασυνειδητο την συγκρουση. (Ιεροδιακόνου, 1988)

 β) Η νευρωσική φοβία

  Ψυχοδυναμικά επισης θα λέγαμε ότι ο πηρύνας της νευρωσικης φοβίας η εσωτερική σύγκρουση εξαιτίας αντικρουόμενων συναισθηματων. Όταν ένα παιδι αγαπα τους γονεις του αλλα αυτοι το εγκαταλείπουν ή του φέρονται βάναυσα ή προτιμούν τον αδελφό του (πάντα κατα την δικη του αντιληψη ασφαλώς) τοτε δημιουργουνται επιπλεον συναισθηματα αγανάκτησης ή και έχθρας με αποτέλεσμα ενοχή, ανασφάλεια κ.α που προκαλούν άγχος. Για να μην πλημυρρήσει το άτομο από ένα τέτοιο ανυπόφορο συναίσθηαμ κινητοποιούνται οι μηχανισμού της φοβίας και κυριότερα ο μηχανσιμος της μεταθεσης. Το άλυτο πρόβλημα μετατίθεται σε ένα αντικειμενο ή κατάσταση που συμβολίζει την σύγκρουση, παύει να είναι διάχυτος ο κίνδυνος (όπως το άγχος) και με την εντόπιησ του αρκει η αποφυγή ενος αντικειμενου ή κατάστασης για να παραμείνει ηρεμο το άτομο. Με την προβολή της εσωτερικης συγκρουσης προς τα έξω το ατομο εχει να αντιμετωπισει κατι το συγκεκριμενο και συνειδητα παραδεκτό ενω τα αμφιθυμικα του συανισθηματα παραμενουν ασυνειδητα.(Ιεροδιακόνου, 1988)

Οι φοβικοι αυτοι μηχανισμοι αποτελουν βεβαια μια προσωρινη και παθολογικη λύση στα εσωτερικα προβλήματα του αρρώστου για αυτό και κάποτε παρατηρειται επέκταση από το ένα φοβικο αντικειμενο σε περισσοτερα, παλινδρόμηση σε πρωιμοτερα σταδια της εξέλιξης και περισσότερη εξάρτηση απο τους γονεις ή όταν αυξηθει η ανασφάλεια πλήρης τάυτιση και υποταγη στις απόψεις τους. Η ψυχικη διεργασία που ακολουθειται ώστε να υπαρχει ένας συμβολισμος στην επιλογη του φοβικου αντικειμενου έναι πλουπλοκη στα παιδια όμως είναι συχνα άμεση και ευθεια. Τα παιδια πιο συχνα υιοθετουν φοβικα αντικειμενα που και η μητερα φοβόταν ή αντικειμενα και καταστάσεις που συσχετισαν τοπικα και χρονικα μεσα απο τις εμπειριες της ζωής τους.(Ιεροδιακόνου, 1988)

γ) Η ψυχαναγκαστική νεύρωση

  Οι επιθετικες ενορμήσεις είναι ιδιαίτερα ισχυρες στους ψυχαναγκαστικούς και στρέφονται όχι μόνο κατά άλλων (σαδιστικές) αλλα γίνονται τιμωρητικες για τον άρρωστο. (μαζοχιστικές). Στην προσπάθεια να ελεχθούν οι έντονες αυτές ενορμησεις από ένα αυστηρό Υπερεγώ, δημιουργουνται αισθηματα ενοχής, από τα οποία πηγαζει η απασχόληση των ψυχαναγκαστικών με θεματα αματίας, βρομιας, θανάτου.(Ιεροδιακόνου, 1988)

Αν η απώθηση των ενορμήσεων δεν λειτυργήσει ικανοποιητικά, επεμβαίνει ένας αλλος μηχανισμός η αντίδραση με το αντιθετο με τον οποίο αντιστρέφεται η αρχικη επιθυμία. Οι ανταγωνιστικες και εγωιστικες τάσεις ενός εφήβουν μπορει έτσι να παρουν τελειως αντιθετη μορφή π.χ. ενος θρήσκου και καλού μαθητη. Η παλινδρόμηση οδηγει τον άρρωστο σε μια πρωτογωνη παντοδυναμια σκέψης που εξισώνει την σκέψη μιας πράξης με τη εκτέλεση της π..χ. Όταν ενα παιδι σκεφτει ότι θα πιασει ένα μαχαιρι, φοβαται και ασυνειδητα επιθυμει ότι αυτο θα επιφερει τον τραυματισμο του αδελφού του. Για να αναχαιτιστουν οι καταστρεπτικες συνεπειες της αχαλινωτης σκέψης, ο άρρωστος εφαρμοζει “μαγικες” μεθοδους χρησιμοποιει δηλαδη λεξεις ή πραξεις τελετουργικες που ανατρέπουν μια δυσαρεστη έκβαση – κινητοποειται ο ασυνεδητος μηχανσιμος της ματαίωσης. Οι άρρωστοι για να μην παθουν οι ίδιοι ή οι άλλοι κάτι κακό επαναλαμβάνουν ιδιαίτερες φράσεις, προσευχές ή αριθμούς με καθορισμένη πάντα σειρά και διάρκεια ήγ εκτελούν τις ίδιες πράξεις πολλές φορές.(Ιεροδιακόνου, 1988)

Μπροστα στο δίλλημα αγάπης ή μισους κινητοποιειται ο μηχανισμος της μονωσης των συναισθηματων και της ψυχρής συμπεριφορας. Για αυτό συχνα στους εφήβους με ψυχαναγκαστικη συμπεριφορα παρατηρέιται μια διανοητικοποιηση κάθε θέματος ή σχέσης, γεγονός που τους απογυμνωνει έτσι από συναισθηματα. Ο ψυχναγκαστικος εξαιτιας της επιθετικότητας του αισθάνεται φορεας καταστροφής και συνεπώς ένοχος που θα τομωρηθει με θανατο κτλ Οι ιδέες αυτες μέσα απο τον μηχανισμο της μετάθεσης μετατρέπονται σε φόβοι των μικροβίων, της σκόνης (π.χ. πλενουν συνεχεια τα χέρια τους).(Ιεροδιακόνου, 1988)

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ  ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΥΝΤ

  Ο Φρόυντ είναι ο πρώτος μέσα στην επιστημονική κοινότητα που αποκάλυψε και τόνισε την θεμελειακή σημασία του άγχους. Υποστήριξε ότι το άγχος αποτελεί το πιο θεμελιακό και κεντρικό πρόβλημα της νεύρωσης. (Φρούντ, 1996).

Ο Φρούντ διαχώρισε το άγχος από τον φόβο. Το άγχος αναφέρεται στην κατάσταση του ατόμου και είναι ανεξάρτητη από το αντικείμενο ενώ στον φόβο η προσοχή κατευθυνεται στο αντικειμενο. Η πιο σημαντική για τον Φρούντ διάκριση είναι αυτή ανάμεσα στο αντικειμενικό άγχος και στο νευρωτικό άγχος. Το αντικειμενικό ή πραγματικό άγχος αντιπροσωπεύει μια αντίδραση σε έναν εξωτερικό κίνδυνο και θεωρείται σαν μια φυσιολογική, λογική και χρήσιμη λειτουργία ενόις οργανισμού που εκφράζει με αυτόν τον τρόπο τα ένστικτα της αυτοάμυνας. Έτσι η ετοιμότητα αγχωτικών αντιδράσεων από έναν οργανισμό είναι μια πολύτιμη λειτουργία αφού προστατευει το άτομο από πληγματα ξαφνικών και απρόσμενων απειλών ή κινδύνων που μπρούν να εμφανιστούν σε διάφορες φάσεις στην ζωή ενός ατόμου. (Φρούντ, 1996). Αυτό το άγχος δεν αποτελεί ένα πρόβλημα για τους ψυχιατρους, τους ψυχολογους και γενικά τους κλινικούς που ασχολούνται με την ψυχική υγεια του πληθυσμού.

Όμως οποιαδήποτε εξέλιξη του άγχους που ξεπερνάει την φυσιολογική απασχόληση του ατομου με κάποιον εξωτερικό κίνδυνο ή με κάποια εξωτερική απειλη οδηγει στην φθορά του οργανισμού, στην αποδιοργάνωση και παραλύει τον οργανισμο αντί να τον βοηθαέι. Η γενικευση του άγχους σε δυσανάλογο με την πραγματικη απειλη βαθμό εμπεριέχει μέσα της ένα καταστροφικό στοιχείο και συνιστα το κλινικο πρόβλημα του νευρωτικού άγχους. (Φρουντ, 1996). Για τον φρούντ ορμές που μπορούν να θεωρηθούν επικινδυνες μπορεί να προκαλέσουν άγχος.

Ο Φρόυντ θεωρεί ότι η αρχή γέννεσης του άγχους είναι το τραύμα της γέννεσης καθώς και ο φόβος ευνουχισμού. (Freud, 1996) Ο φόβος του ευνουχισμού αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσια του οιδιπόδειου συμλέγματος. (Φρόυντ, 2013) Το άγχος του ευνουχισμού βασίζεται σε αναλογα βιώματα της παιδικής ηλικίας και προκαλεί συμπτωματολογία όπως ασιθηματα σωματικης αδυναμίας ή ανεπαρκειας. Ειναι πλεόν κλασσικη η περιπτωση που περιέγραψε ο Φρόυντ του Μικρου Χανς, ενός παιδιου 5 ετών που ανέλυσε μεσω του πατέρα του, όπου είχε φοβία για τα άλογα. Ερμηνευτηκε ότι είχε την βάση της στην Οιδιποδεια σύγκρουση. Ο μικρός που έτρεφε εχθρικα συναισθήματα προς τον πατέρα του, φοβόταν ότι μπορούσε να κακοποιηθει από αυτόν (άγχος ευνουχισμού) αλλά επειδή δεν μπορούσε να τον αποφυγει, ασυνειδητα μετεθεσε το αγχος του και το πρόβαλε σε άλλο φοβικο αντικειμενο. Έτσι άρχισε να φοβάται τα άλογα που είχε δυνατότητα να αποφύγει, αντι για τον πατέρα του. (Ιεροδιακόνου, 1988)

Τέλος, υποστηριζουν πολλες έρευνες ότι οι επιθετικες παρα οι σεξουαλικες ενορμησεις ότι πιεζουν το Εγω των αγχώδων ατόμων σε εντονοτερο βαθμό και η αμφιθυμικη σχέση με τις ισχυροτερες μορφες (γονεις, δασκάλους) δυσχεραίνει τον έλεγχό τους.(Ιεροδιακόνου, 1988).

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΟΤΤΟ ΡΑΝΚ

  Ο Όττο Ρανκ μαθητής του Φρούντ επίσης υποστηριξε την θεωρία του γεννετικού τραύματος στην θεώρηση του σχετικά με το άγχος. Υποστηρίζει ότι το βασικό πρόβλημα της ζωής είναι η εξατομίκευση. Θεωρεί ότι η ατομική ζωή είναι μια ατελειωτη σειρά αποχωρισμών διαδοχικών και προοδευτικών και κάθε δοκιμασία αποχωρισμού αποτελεί και μία πιθανότητα για μεγαλύτερη αυτονομία. (Mintz, 1975)

Η γέννεση αποτελεί το πρώτο και πιο σημαντικό σταθμό αποχωρισμού χωρίς να σημαίνει αυτό ότι κάτι ανάλογο δεν επαναλαμβάνεται στις καταπινές φάσεις της ανάπτυξης του ατόμου. Φάσεις αποχωρισμού είναι και όταν το παιδί πηγαίνει σχολείο για πρώτη φορά, όταν ο ενήλικας αποφασίζει να φύγει από το οικογενειακό σπίτι αλλά και ποταν ο άνθρωπος τελικά φεύγει από την ζωή. Για τον Ρανκ η πιο καθοριστική και σημαντική διαδικασία είναι αυτή της γέννησης. Όταν δηλαδή φευγει από την ζεστασιά και την θαλπωρή της μητρας της μητέρας του και αποχτά άγχος στην πρώτη κιόλας επαφή και γνωριμία του με έναν άγνωστο και εχθρικό κόσμο. (Obaid, 2012). Έτσι για τον Όττο Ρανκ το άγχος είναι η αντίληψη του φόβου που δοκιμάζει το άτομο σε όλες τις διαδικασίες αποχωρισμού. Παράλληλα το άτομο δοκιμάζει άγχος όταν σπάει τους δεσμούς του με τα σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντός του μέσα από την ανάγκη του να βρει εξατομίκευση και να ζήσει αυτόνομα. Αλλά άγχος βιώνει και όταν μένει προσκολημένο στους δεσμούς του με τα αγαπημενα του πρόσωπα αρνούμενο να αποχωριστεί μια θέση ασφάλειας και να προχωρησει στην εξατομικευση.

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΓΚΥΣΤΑΒ ΓΙΟΥΝΓΚ

  Ένας άλλος σημαντικός ψυχοδυναμικά σκεφτόμενος αναλυτής είναι ο Καρλ Γκυσταβ Γιουνγκ. Ο Γιουνγκ είχε μια σημαντική συνεισφορά στην θεώρηση του άγχους. Μια από τις βασικότερες συνεισφορες του Γιουνγκ είναι η έμφαση που έδωσε στον ιστορικο-πολιτιστικο παραγοντα για το άγχος.  Το αγχος του νευρωτικού για το Γιουνγκ μπορει να προέλθει ως αντιδραση του ατομου σε παραλογες δυναμεις και εικόνες που προέρχονται στο μυαλό του ατόμου από το συλλογικο ασυνειδητο. (Pillsbury, 1932).

Το συλλογικο ασυνειδητο περιέχει όλες τις λειτουργιες της ζωικής μας προέλευσης, της ιστορικης μας κληρονομιάς και των πανάρχαιων προτυπων της φυλής μας που σύμφωνα με τον Γιουνγκ βρισκονται στο υπο-λογικό επιπεδο της ανθρώπινης προσωπικότητας. (Parks, 2007).

Για παράδειγμα ο Γιουνγκ υποστηριζει ότι όταν πρόκειται για όνειρα αγχωτικά ή όνειρα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση, οι προσωπικοι συνειρμοί που προτείνει ο ονειρευτής δεν αρκούν κατά κανόνα για μια ικανοποιητική ερμηνεια. Σε τούτες εδώ τις περιπτώσεις για τον Γιουνγκ  βρίσκουμε μέσα στο όνειρο στοιχεία που δεν είναι ατομικά και δεν μπορούν να προέρχονται από την προσωπικη εμπειρία του ονειρευτή. Αυτα τα στοιχεία ειναι έτσι σύμφωνα με τον Γιουνγκ αρχαικά κατάλοιπα, ψυχικές δηλαδη μορφές που δεν μπορεί να εξηγήσει κανένα συμβάν της ζωής του ατόμου, μορφες που φαίνεται να είναι έμφυτες, αρχέγονες και αποτελούν κληρονομια του ανθρώπινου πνευματος. (Γιουνγκ, 1964)

Έτσι για τον Γιουνγκ τα αίτια και οι ρίζες του άγχους δεν μπρούν να ανακαλυφθούν αν δεν ερευνηθουν οι μύθοι, τα ιστορικά προτυπα και τα συμβολα που βρίσκονται στις ρίζες της ανθρωπινης προσωπικότητας.

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΡΕΝ ΧΟΡΝΕΥ

  Μια άλλη σημαντική θεωρητικός ψυχοδυναμικής κατευθυνσης η οποία συνεισέφερε εξαιρετικά στα θέματα του άγχους και της νευρωσης είναι η Κάρεν Χόρνευ.

Η Χόρνευ παρόλο το ψυχοδυναμικο της προσανατολισμο έχει μια αρκετα διαφορετικη προσεγγιση από τον Φρούντ στο ζήτημα του άγχους. Για αυτην το άγχος προκυπτει ως αίσθημα αδυναμιας και μοναξιας απέναντι σε ένα εχθρικό κόσμο. Ιδαίτερη εμφαση δίνει η Χόρνευ στους κοινωνικούς παραγοντες του άγχους και οχι τόσο σε βιολογικούς όπως ο Φρόυντ (Barua,1955).

Η Κάρεν Χόρνευ υποστηρίζει ότι το άγχος είναι μια αντίδραση του οργανισμού απέναντι σε μια απειλή η οποία προσβάλει κάποια αξία του ατόμου την οποία το ατομο θεωρεί ουσιαστικη για την υπαρξή του. Η θεώρηση της αυτη για το βασικο άγχος διευκρινίζει τι ακριβως απειλείται, τι αποτελει κινδυνο για το άτομο και οσηγεται στο άγχος. Αυτο το βασικο αγχος οδηγει στην δημιουργια των νευρωτικών μηχανισμών άμυνας. (Boigon, 1965).

Για την Χόρνευ το βασικο άγχος δημιουργειται σχετικα νωρίς στην παιδική ηλικία μέσα από τις διαταραγμένες σχεσεις του παιδιου με τα σημαντικα προσωπα της οικογενειας του. Σε κάθε οικογενειακο περιβάλλον όπου η αναγκη για εξερεύνηση και για ανεξαρτησία περιορίζεται και καταπιέζεται από υπερβολικά αυστηρους και περιοριστικούς γονεις είναι αναπόφευκτο το άγχος.

‘Ετσι δημιουργούνται στο παιδί τα πρώτα σπερματα εχθρότητας μέσα απο την σύγκρουση που εσωτερικευεται στο παιδι αναμεσα στην τάση του να αγαπα και να θέλει κοντα τους τους γονεις από την μια και της ανάγκης του για ανεξαρτησία. Αυτη η εχθρότητα όμως δεν εκφράζεται και αναγκαστικα καταστέλλεται οπότε σαν συνέπεια το παιδι χάνει την ευκαιρία να αντιστεκεται  στις φυσικες απειλες που το περιβάλλουν. ‘Ετσι το παιδι γίνεται πιο ευάλλωτο στο άγχος. Η διαδικασια της καταπιεσμενης εχθρότητας δυναμώνει το άγχος στο παιδί και μεγαλώνει σημαντικα το μεγεθος του άγχους. (Χόρνευ,1978)

Σύμφωνα με την Χόρνευ υπάρχουν τρεις τρόποι να αντιμετωπίσει κάνεις το άγχος. Η πρώτη εχει να κάνει με την κινηση προς τους ανθρωπους. Αντιπροσωπευει την παθητικη αδυναμια, την τυφλή υποταγή, την απεριόριστη υποτακτικοτητα και δουλικότητα προκειμένου να γινομαστε συμπαθητικοί και αποδεχτοί από τους γύρω μας. Η δευτερη είναι η κίνηση εναντιον των ανθρωπων που αναφέρεται στην εχθρότητα εναντια στους ανθρωπους, στην χρησιμοποιηση της βίας, της δυναμης και της επιθετικότητας. Η τρίτη είναι η κίνηση μακρια απο τους ανθρώπους που αντιπροσωπεύει την απομόνωση, τη φυγη μακρια από τους ανθρώπους προκειμένου να μην αντιμετωπίζουμε το άμεσο πρόβλημα του αν μας αποδέχονται ή όχι. Οι άνθρωποι γενικα μιλώντας χρησιμοποιουν και τις τρεις στρατηγικές. Όμως  το νευρωτικο άτομο εμμενι σε μια μόνο λύση ή δημιουργει μια ιδανικη εικόνα του εαυτού όπου οι αντιφατικες τασεις εξουδετερώνονται. Η Χορνευ προσθέτι στους τρόπους που μπορει να αντιμετωπιστει το άγχος και την αγάπη. Ετσι οι τρόποι που διαθετει ένα άτομο για νααντιμετωπίσει το άγχος είναι η αγαπη, η υποτακτικότητα, η δύναμη και η απομόνωση. (Χορνευ, 1978)

 

 ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

   Η ανθρωπιστικη σχολη στην ψυχολογία υπολογίζεται ως η τρίτη δύναμη στο χώρο της ψυχολογίας πέρα από την ψυχανάλυση και τον συμπεριφορισμό. Σημαντικός εκπρόσωπος της ανθρωπιστικης σχολής είναι ο Καρλ Ρότζερς. Ο Καρλ Ρότζερς ονόμασε την ψυχοθεραπεία του ως πελατοκεντρική αφού θεωρούσε ότι είναι αντίθετη με την κατευθυντική και αυταρχική συχνά παραδοσιακή μέθοδο της ψυχαναλυτικης ψυχοθεραπείας. Υποστήριζε ότι είναι το άτομο και όχι ο θεραπευτης αυτός που μπορεί να κατευθύνει την θεραπευτικης διαδικασία. (Kramer,1995).

Για τον Ρότζερς το άγχος είναι μία δοκιμασία που δημιουργείται απο την σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη της αυτοεκτίμησης και στη αρνητικη ατυοεκτίμηση που δημιουργείται από την αρνητικη υποδοχή και εκτίμηση των άλλων. Για τον Ρότζερσ αυτή η συγκρουση ειναι ατεέλιωτη αφού αντιπροσωπευει την προσπάθεια του ατόμου για αυτοπραγμάτωση. Η αυτοπραγματωση ως έννοια παίζει ένα κεντρικο ρόλο στη θεωρία του Καρλ Ρότζερς.  Το άγχος είναι ετσι αυτή η διαδικασία μεσα από την οποία το άτομο προσπαθεί να αποφυγει την επικράτηση δυνάμεων που θα το οδηγησουν στο χάσει την αυτοεκτιμηση του. (Vaidya, 2013).

Ένας άλλος σημαντικός εκπρόσωπος της ανθρωπιστικης σχολής είναι ο Ρόλο Μέυ. Ο Ρόλο Μέυ είναι πιο συγκεκριμένα εκπρόσωπος της υπαρξιακής σχολής που αντιλαμβανεται το άγχος ως αποτέλεσμα των υπαρξιακών συγκρούσεων που δημιουργούνται μέσα στο πλήθος των αντιφάσεων που οδηγούν το άτομο α χάνει το σκοπο και την αξία της ζωής του. Για τον Μεύ χρειάζεται όχι απλώς μια θεραπευτικη κλινικη δουλια για να αντιμετωπιστεί το άγχος του αλλά μια καινουρια φιλοσοφικη  και ψυχολογικη κοσμοθεωρία. Αυτό που χρειάζεται το άτομο είναι ένα καινουριο νόημα ζωής.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ 

  Στις αγχώδες διαταραχές από τις οποίες μπορει να υποφερουν έφηβοι έχει εφαρμοστει πολλές φορες με επιτυχία οικογενειακή συστημική θεραπεία. Πολλές έρευνες έχουν δείξει την χρησιμοτητα της αλλά και έχουν εξετάσει την συγκριτική επιτυχια της οικογενειακής θεραπείας στους διάφορους προσανατολισμούς που αυτή μπορει να έχει.

Ένα σημαντικο ζήτημα είναι κατα πόσο μπορει να βοηθησει η εμπλοκη των γονεων στην θεραπεία. Ιδιαίτερα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι συνήθως ένας αγχωμενος νεος συνηθως ζει σε μια οικογενεια όπου οι γονεις υποφέρουν επίσης από προβλήματα άγχους που πολλές φορές επιδράνε και στον εφηβο. Η συμμετοχή των γονέων στην θεραπεία μπορει να οδηγήσει σε μείωση της γονεικης κριτικης προς τον έφηβο, μπορει να μειώσει την αυστηρή περιοριστική στάση προς τους εφήβους καθώς και την τάση για να επιβάλλουν ένα πολύ ασφυκτικό έλεγχο στα παιδιά. (Kendall, P. C., Hudson, J. L., Gosch, E., Flannery-Schroeder, E., & Suveg, C.,2008).

Άλλες έρευνες έχουν μελετήσει την επίδραση που μπορει να έχει η οικογενειακη θεραπεία σε οικογένειες παιδιών με αγχώδεις διαταραχές. Παιδιά ανάμεσα σε 7 εως 14 ετών που πληρούσαν τα διαγνωστικα κριτήρια της διαταραχής άγχους αποχωρισμού, της διαχυτης αγχωδους διαταραχής ή της κονωνικης φοβίας αντέδρασαν καλύτερα στην οικογενειακη θεραπεία παρά στην απλώς γνωσιακη συμπεριφορικη θεραπεία. (Barrett, Paula M. Dadds, Mark R. Ronald M.,1996)

Τέλος εχουν γίνει προσπαθειες για να αντιμετωπιστούν οι αχγώδεις διαταραχες μέσα απο την ψυχανάλυση των εφήβων. Η ψυχοδυναμική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία η οποία είναι μια προσέγγιση βάθους δεν γίνεται να περιγραφεί εδώ. Ωστόσο αναφέρουμε ότι σύγχρονες ψυχοδυναμικες προσεγγίσεις, εμπνευσμένες περισσότερο από την “θεωρια των σχέσεων αντικειμενου” υποστηρίζουν ότι βασικά στοιχεια της ψυχαναλυτικης ψυχοθεραπείας είναι το “κράτημα”, ένας όρος που εισήγαγε ο Winnicott με τον οποιο εννοειται η λειτουργία του γονιου με την οποία εμπεριέχει την τάση για δυσφορία, ενόχληση, άγχος του παιδιου. Επίσης αλλο βασικο στοιχείο της είναι η “επιβεβαίωση” μέσα από το το αντικαθρέφτισμα, με το οποίο εννοειται η αντανάκλαση της αποδοχής-επιδοκιμασίας που διαβάζει το παιδί στο γονιό. Σε αυτές τις διεργασίες έρχονται να προστεθούν και άλλες όπως η “ωρίμανση”, η λύση εσωτερικών συγκρούσεων άμυνα ή αμφιθυμίας, και τέλος η εσωτερικευση μια διαδιακασία μέσω της οποία το παιδί παίρνει μέσα τιυς τις διαδικασίας του “κρατηματος” και της “επιβεβαιωσης”. (Μάνος, 1993).

Σε γενικές γραμμες η αντιμετώπιση παιδιών και εφήβων με αγχώδεις διαταραχές έχει επικρατήσει η αντιμετωπιση τους με ένα σύνολο θεραπευτικων πρακτικών σε μια συνθετική γενικά λογική.

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι αγχωδεις διαταραχές έχουν ως υπόβαθρο το άγχος το οποίο προκύπτει από μια εσωτερική ψυχική συγκρουση που βιώνει το άτομο. Στους έφηβους και στα παιδιά η εμφάνιση μιας αγχώδους διαταραχής μπορεί να συνδέεται με την υπαρξη μονιμότερων συγκρουσιακών καταστάσεων οι οποίες έχουν εσωτερικευτεί στον ψυχισμό του ατόμου. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας δίνει σήμερα πλούσιο υλικό για το είδος των πιθανών εσωτερικών συγκρούσεων που μπορει να βιώνει το άτομο.  Η αντιμετώπιση των αγχώδων διαταραχών πρέπει να είναι διεεπιστημονικη και να περιλαμβάνει ένα φάσμα ειδικών προκειμένου να αντιμετωπίστει το πρόβλημα με ένα ολιστικό και όχι μονομερή τρόπο. Σε κάθε περίπτωση εξαιτίας των παραγόντων που συνετελούν στην εμφάνιση μιας αγχώδους διαταραχής δεν επαρκει από μόνη της η φαρμακευτικη της αντιμετώπιση και μάλιστα σε πολλες περιπτώσεις δεν ενδείκνυται. Αντίθετα η ψυχοθεραπευτικη αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχης πρέπει να παρέχεται σε κάθε περιπτωση είτε χρησιμοποιεται φαρμακευτικη αγωγη είτε όχι. Οι κύριες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η γνωσιακη-συμπεριφορικη που έχει πιο βραχύ χρονικο ορίζοντα και εστιάζεται στην άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα, η οικογενειακη θεραπεία που έχει σαν στόχο να αποκαταστήσει τις λειτουργικες δομές στην οικογενεια – η ύπαρξη των οποίων μπορεί να συντελει στα αυξημενα επιπεδα του άγχους στο παιδί και τέλος η ψυχαναλυτικη ψυχοθεραπεία που έχει πιο μακροχρονο ορίζοντα, πάει σε βάθος και στοχεύει στο να βοηθησει το ατομο να διαχειριστει με άλλο τρόπο τις εσωτερικές ψυχικες συγκρούσεις του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

  • Barrett, Paula M. Dadds, Mark R. Ronald M. (1996) Family treatmeant of childhood anxiety : A controlled trial . Journal of Consulting and clinical Psychology, Vol 64 (2), 333-342.
  • Barua, M. (1955). Freud and horney on anxiety and neurosis. Samiksa, 9, 93-103
  • Boigon, H. W. (1965). Horney’s concept of basic anxiety: Its relationship to the phenomenon of violence. The American Journal of Psychoanalysis, 25(2), 142-157.
  • Γιουνγκ, Κ.Γ. (1964) Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του. (Α. Χατζηθεωδόρου, Μετ.) Εκδόσεις Αρσενίδης : Αθήνα
  • Φρόυντ, Σ. (1996). Εισαγωγη στην Ψυχανάλυση. (Λ. Αναγνώστου, Μετ.). Εκδόσεις Επικουρος : Αθήνα
  • Φρόυντ, Σ. (2013).Η ερμηνεία των ονείρων. (Λ. Αναγνώστου, Μετ.). Εκδόσεις Επικουρος : Αθήνα
  • Graczyk, P. A., Connolly, S. D., Corapci, F., Gullotta, T. P., & Adams, G. R. (2005). Anxiety disorders in children and adolescents: Theory, treatment, and prevention Springer Science + Business Media, New York, NY.
  • Ιεροδιακόνου, Χ. Οι νεωρώσεις των παιδιών και των εφήβων.(1998) Στο Τσιαντής, Γ., Μανωλόπουλος, Σ. (Επ.Εκδ.) Σύγχρονα θέματα παιδοψυχιατρικής. Τόμος 2. Μέρος δευτερο. (σσ.203-234). Αθήνα : Καστανιώτη
  • Kendall, P. C., Hudson, J. L., Gosch, E., Flannery-Schroeder, E., & Suveg, C. (2008). Cognitive-behavioral therapy for anxiety disordered youth: A randomized clinical trial evaluating child and family modalities. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 76(2), 282-297.
  • Kramer, R. (1995). The birth of client-centered therapy: Carl rogers, otto rank, and “the beyond.”. Journal of Humanistic Psychology, 35(4), 54-110
  • Μάνος, Ν. (1993). Σύνθεση και επιλογή στην ψυχιατρική θεραπευτική, Μια βιοψυχοκοινωνική προσέγγιση. Εκδόσεις University Studio Press : Θεσσαλονίκη
  • Mintz, I. L. (1975). Some thoughts on the evolution of otto rank’s theory of the birth trauma. International Review of Psycho-Analysis, 2(2), 245-246.
  • Obaid, F. P. (2012). Sigmund freud and otto rank: Debates and confrontations about anxiety and birth. The International Journal of Psychoanalysis, 93(3), 449-471.
  • Parks, F. M. (2007). Dancing with archetypes: Jung’s psychology and screen fiction. PsycCRITIQUES, 52
  • Pillsbury, W. B. (1932). The neuroses according to jung and adler. An elementary psychology of the abnormal. (pp. 94-108) McGraw-Hill, New York, NY.
  • Vaidya, D. (2013). Re-visioning rogers’ second Condition—Anxiety as the face of ontological incongruence and basis for the principle of non-directivity in PCT therapy. Person-Centered and Experiential Psychotherapies, 12(3), 209-222.
  • Wilmshurst, L. (2011). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία. Μια αναπτυξιακη προσέγγιση. (Μ. Κουλεντιανού, Μετ.). Εκδόσεις Gutenberg : Αθήνα
  • Χόρνευ, Κ., (1978) Η νευρωση και η ανάπτυξη του ανθρώπου. (μετ.Γ. Χρίστης) Εκδοσεις Ταμάσος : Αθήνα

Comments are closed.